τελειοποιήσιμος

τελειοποιήσιμος
-η, -ο, Ν
δεκτικός τελειοποίησης, αυτός που μπορεί να τελειοποιηθεί.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τελειοποίηση. Η λ. μαρτυρείται από το 1857 στον Π. Βράιλα Αρμένη].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”